- ἱπποτρόφος
- ἱπποτρόφος1 rearing horses †ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο† Argos N. 10.41 ἱππο̆τρόφοι τ' ἐγένοντο the Kleonymidai I. 4.14
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἱπποτρόφος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππότροφος — horse feeding masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπποτρόφος — ο(ν) (ΑΜ ἱπποτρόφος, ον) (για πρόσ. ή χώρα) αυτός που τρέφει πολλούς ίππους νεοελλ. αυτός που συντηρεί ίππους και ασχολείται με την αναπαραγωγή τους αρχ. αυτός που διατηρεί ίππους για ιπποδρομικούς αγώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + τρόφος (<… … Dictionary of Greek
ιπποτρόφος — ο 1. αυτός που συντηρεί ίππους και καταγίνεται με την αναπαραγωγή τους. 2. (για τόπους) αυτός που έχει άφθονους ίππους, που καλλιεργεί την ιπποπαραγωγή: Η Θεσσαλία είναι ιπποτρόφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱπποτρόφοις — ἱππότροφος horse feeding masc/fem/neut dat pl ἱπποτρόφος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποτρόφον — ἱπποτρόφος masc/fem acc sg ἱπποτρόφος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποτρόφου — ἱππότροφος horse feeding masc/fem/neut gen sg ἱπποτρόφος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποτρόφους — ἱππότροφος horse feeding masc/fem acc pl ἱπποτρόφος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποτρόφων — ἱππότροφος horse feeding masc/fem/neut gen pl ἱπποτρόφος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποτρόφῳ — ἱππότροφος horse feeding masc/fem/neut dat sg ἱπποτρόφος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππότροφον — ἱππότροφος horse feeding masc/fem acc sg ἱππότροφος horse feeding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)